- λανθάνω
- και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω)1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ' Ἕκτορα», Ομ. Ιλ.β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ' ἦγε», Ομ. Ιλ.)2. φρ. «λάθε βιώσας» — να ζεις διακριτικά χωρίς να επιδιώκεις αυτοπροβολή και διαφήμισηνεοελλ.1. μέσ. λανθάνομαιλαθεύω2. φρ. ιατρ. α) «λανθάνουσα νόσος» — νόσος τής οποίας τα συμπτώματα και η εξέλιξη δεν είναι εμφανήβ) «λανθάνουσα λοίμωξη» — λοίμωξη κατά την οποία οι νοσογόνοι παράγοντες που έχουν εισέλθει στον οργανισμό βρίσκονται στη φάση τής επώασηςγ) φυσιολ. «λανθάνων χρόνος» — ο χρόνος που παρέρχεται από την εφαρμογή τού ερεθίσματος σε έναν ιστό ώς την πρώτη ένδειξη αντίδρασης από αυτόνδ) (φωτογρ.) «λανθάνουσα εικόνα» — η εικόνα που σχηματίζεται κατά τη φωτογράφηση πάνω στη φωτοπαθή επιφάνεια φωτογραφικών πλακών ή ταινιών και γίνεται ορατή με τη διαδικασία τής εμφάνισηςνεοελλ.-μσν.1. ξεχνώ, λησμονώ, παραλείπω2. εξαπατώ, ξεγελώ («άνεν και η Ήρα η θεά... γροικά το μήλο το χρυσό να θα κληρονομήσει, 'ς τούτο πολλά λανθάνεται», Φορτουν.)3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) λανθασμένος, -η, -ο(ν)α) εσφαλμένος («ο λογαριασμός είναι λανθασμένος»)β) εξαπατημένος, γελασμένοςμσν.1. κάνω λάθος, σφάλλω2. φρ. α) «μέ λανθάνει ή στράτα» — χάνω τον δρόμο μουβ) «μέ λανθάνει ή βασιλεία» — χάνω τη βασιλεία(μσν. -αρχ.) (με κατηγ. μτχ. που αποδίδεται ως ρ. και το ρ. ως επίρρ.) κρυφά, μυστικά, απαρατήρητα (α. «ὑποδεξάμενος τὸν ξεῑνον φονέα τοῡ παιδὸς ἐλάνθανε βόσκων», Ηρόδ.β «ὅπως μὴ λήσουσιν αὐτοὺς αἱ νῆες... ἀφορμηθεῑσαι», Θουκ.)αρχ.1. κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι («ὄφρα... λελάθῃ ὀδυνάων», Ομ. Ιλ.)2. μέσ. λανθάνομαια) λησμονώ, ξεχνώ (α. «Κίρκης μὲν ἐφημοσύνης... λανθανόμην», Ομ. Οδ.β «ἄλγος, οὗ ποτ' οὐ λελήσεται», Ευρ.)β) παραμελώ, παραλείπω («ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. τ. λήθω και ο αόρ. ἔλαθον είναι οι αρχαιότεροι και ανάγονται σε θ. λᾶ-, επαυξημένο με το πρόσφυμα -dh-(λα-θ-), πρβλ. βρίθω, αλλά και lateo «λανθάνω». Ο ενεστ. τ. λανθάνω σχηματίστηκε υστερογενώς από τον αόρ. ἔλαθον κατά το πρότυπο τού μανθάνω: ἔμαθον. Ο ενεστ. τ. λαθαίνω σχηματίστηκε και αυτός από το θ. λαθ- τού αορίστου κατά τα ρ. σε -αίνω. Η μεταγενέστερη μτχ. λανθασμένος έχει σχηματιστεί αναλογικά προς τις μετοχές τών ρ. σε -άζω (πρβλ. διαβασμένος).ΠΑΡ. (Α' λανθάνω) λάθος, λάθρα, λήθηαρχ.λαθητικός, λαθοσύνα, λήσμων, λήστιςμσν.λαθασιά, λάθησις. (Β' λαθαίνω) αρχ.-μσν. λαθασμόςμσν.λαθαστής.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λαθάνεμος, λαθίπονος, λησίμβροτος. (Β' συνθετικό) διαλανθάνωαρχ.υπολανθάνω, εκλανθάνω, παραλανθάνω, συλλανθάνω].
Dictionary of Greek. 2013.